- ἱμάντωμα
- ἱμάντ-ωμα, ατος, τό,A hawser, Hsch. s.v. σίρα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμάντωμα — ἱμάντωμα, τὸ (Μ) [ιμαντώ] η ιμάντωσις* … Dictionary of Greek
ἱμάντωμα — hawser neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντώματα — ἱμάντωμα hawser neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωράμεντα — λωράμεντα, τὰ (Α) η ιπποσκευή με τους ιμάντες της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. loramentum «ιμάντωμα, ιμάντας»] … Dictionary of Greek